- κρίθινα
- κρίθινοςmade ofneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ανδρέας (άγιος) — Αδελφός του Αποστόλου Πέτρου και ένας από τους 12 Αποστόλους. Καταγόταν από τη Βηθεσδά της Γαλιλαίας (Ιω. 1,44) και ήταν μαθητής του Ιωάννη του Προδρόμου, πριν γίνει μαθητής του Χριστού (Ιω. 1,40 εξ.). Ονομάζεται Πρωτόκλητος,γιατί ήταν από τους… … Dictionary of Greek
Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… … Dictionary of Greek
Πάρνωνας — Όρος της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, με ψηλότερη κορυφή τη Μεγάλη Τούρλα (1.935 μ.). Επιμήκης σχηματισμός με δειναρική κατεύθυνση, ογκώδης αρχικά στα όρια Αρκαδίας Λακωνίας, όπου βρίσκονται και οι ψηλότερες κορυφές του (Γαϊτανοράχη 1.803 μ.,… … Dictionary of Greek